μπίτνικ

μπίτνικ
(beatnik). Αγγλικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται οι εκπρόσωποι της λεγόμενης beat generation (κατά λέξη: κουρασμένη γενιά), βορειοαμερικανικού λογοτεχνικού κινήματος της μεταπολεμικής περιόδου, του οποίου αναγνωρισμένο κέντρο ήταν το Σαν Φρανσίσκο. Οι beats εμφανίζονται προπάντων ως μια στάση ανήσυχης διαμαρτυρίας, ανταρσίας κατά της παράδοσης, του κομφορμισμού, του μαζικού πολιτισμού και των κοινωνικών σχημάτων, κηρύσσοντας την ελευθερία του ένστικτου και της φαντασίας. Μεταξύ των κυριότερων εκπροσώπων της γενιάς των μπιτ - η οποία ωστόσο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαμορφωμένη λογοτεχνική «σχολή», αφού στον κύκλο της παρουσιάζονται σημαντικές διαφορές ύφους και γλώσσας - αναφέρονται τα ονόματα του διηγηματογράφου Τζακ Κέρουακ και των ποιητών Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γκρέγκορι Κόρσο και Λόρενς Φερλινγκέτι. Τύποι Άγγλων μπιτνικς. Η διαμαρτυρία τους εναντίον της παράδοσης περιορίζεται κυρίως στην ιδιορρυθμία της συμπεριφοράς και του ντυσίματος τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • μπιτ — I (bit). Βλ. λ. δίτιμο ψηφίο. II (beat). Βλ. λ. μπίτνικ. * * * (I) και μπίτι και ντιπ επίρρ. 1. καθόλου («δεν έχει μπιτ μυαλό») 2. εντελώς, ολότελα, εξ ολοκλήρου («είναι ντιπ βλάκας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bit]. (II) το (πληροφ.) μονάδα μέτρησης… …   Dictionary of Greek

  • Κέρουακ, Τζακ — (Jack Kerouac, Λόουελ, Μασαχουσέτη 1922 – Φλόριντα 1969). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από γαλλοκαναδική οικογένεια. Έζησε τα νεανικά χρόνια της ζωής του στη Νέα Υόρκη και φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Για μια περίοδο εργάστηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Μίλερ, Χένρι — (Henry Miller, Νέα Υόρκη 1891 – 1980). Αμερικανός συγγραφέας. Ύστερα από μια αργόσχολη νεότητα, την οποία πέρασε στους δρόμους του Μπρούκλιν, ο Μ. έζησε πολλά χρόνια στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στο Παρίσι· μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην Καλιφόρνια …   Dictionary of Greek

  • μπητ — (beat). Βλ. λ. μπίτνικ …   Dictionary of Greek

  • Μπιτλς — (The Beatles). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Απαρτιζόταν από τους: Τζον Λένον (ρυθμική κιθάρα), Τζορτζ Χάρισον (σόλο κιθάρα), Πολ Μακ Κάρτνεϊ (μπάσο κιθάρα) και Ρίτσαρντ Στάρκεϊ, γνωστός ως Ρίνγκο Σταρ (ντραμς), όλοι από το Λίβερπουλ. Οι Μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”